Η διαμεσολάβηση ορίζεται ως «μια εκούσια διαδικασία, απόλυτα εμπιστευτική, κατά την οποία τα μέρη σε μια διαφορά βοηθούνται από ένα τρίτο μέρος για να διαπραγματευτούν μια συμφωνία».
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης υπήρχε ήδη στην Ελλάδα με τον Ν. 3898/2010, όμως δεν είχε εφαρμοστεί, παρά ελάχιστα στην πράξη. Πλέον με τον νέο Ν. 4640/2019, η διαμεσολάβηση είναι υποχρεωτική στις αστικές και εμπορικές διαφορές από ποσό 30.000 ευρώ και άνω καθώς και στις οικογενειακές διαφορές με εξαίρεση κάποιων διαφορών αναγκαστικού δικαίου. Η υποχρεωτικότητα έχει στόχο στο να συμβάλλει ώστε να γνωρίσει ο κόσμος τα οφέλη της και να πάψει να πιστεύει πως η μόνη δυνατότητα επίλυσης των διαφορών είναι οι δικαστικές διαμάχες στις αίθουσες των δικαστηρίων. Τα κύρια οφέλη της διαμεσολάβησης, είναι ο χρόνος μέσα στον οποίο επιλύεται η διαφορά και το αρκετά χαμηλότερο κόστος, εφόσον εδώ δεν υπάρχουν τα δυσβάσταχτα παράβολα προς το Δημόσιο (δικαστικό ένσημο κλπ). Επιπλέον η διαμεσολάβηση λαμβάνει χώρα σε ένα πολύ καλύτερο και φιλόξενο περιβάλλον από μια δικαστική αίθουσα. Ας δούμε παρακάτω ποια είναι η διαδικασία:
Ο Διαμεσολαβητής είναι ένας ανεξάρτητος μεσολαβητής, με ειδική κατάρτιση (Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών), διαπιστευμένος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Πίνακας Διαμεσολαβητών), ο οποίος βοηθά τα συμβαλλόμενα μέρη στην επίτευξη μιας αμοιβαία ικανοποιητικής συμφωνίας. Αρχικά το ένα από τα δύο μέρη βρίσκει έναν διαμεσολαβητή της αρεσκείας του, ο οποίος επικοινωνεί με το άλλο μέρος ώστε να γίνει αποδεκτός και από αυτό. Η λίστα των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών είναι αναρτημένη στη σελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης (www.diamesolavisi.gov.gr). Στη συνέχεια υποβάλλεται το αίτημα ώστε να προσφύγουν τα μέρη στη διαμεσολάβηση και ο διαμεσολαβητής, έπειτα από συμφωνία με τα δύο μέρη, ορίζει την ημερομηνία και το χώρο διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, μέσα σε 20 μέρες. Στην υποχρεωτική αυτή πρώτη συνεδρία τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά με δικηγόρο. Σε περίπτωση που δεν επέλθει συμφωνία για υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση, τότε υπογράφεται το πρακτικό αποτυχίας, το οποίο κατατίθεται μαζί με το δικόγραφο της αγωγής. Σε περίπτωση που συμφωνηθεί να υπαχθεί η διαφορά στην διαμεσολάβηση τότε συντάσσεται το έγγραφο υπαγωγής στη διαμεσολάβηση και ξεκινά η διαδικασία, η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί σε 40 ημέρες από την επόμενη της λήξης της εικοσαήμερης προηγούμενης προθεσμίας. Σε περίπτωση που η διαμεσολάβηση είναι επιτυχής τότε το πρακτικό επιτυχίας μπορεί να κατατεθεί στη γραμματεία του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου που εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης και έτσι αποτελεί εκτελεστό τίτλο, ενώ δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον αγωγή για την ίδια διαφορά στο Δικαστήριο.
Σημαντικό είναι να γνωρίζει κανείς ότι ο Διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση. Δεν επιτρέπεται να κατευθύνει τα μέρη και να τους επιβάλει τη λύση που ο ίδιος προκρίνει. Δύναται να διατυπώνει την προσωπική του άποψη, η οποία δεν είναι δεσμευτική, παρά μόνον εφόσον τα μέρη το επιθυμούν και είναι υποχρεωμένος να παραμένει ουδέτερος ως προς το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης.
Ο ρόλος του είναι να βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ώστε να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Ακόμη υποχρεούται να ενεργεί έναντι των μερών κατά τρόπο απαλλαγμένο από προσωπικές κρίσεις, πεποιθήσεις και προκαταλήψεις και να μεριμνά για την ισότιμη συμμετοχή και διευκόλυνση όλων των μερών στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης.
Γιατί να επιλέξω το θεσμό της διαμεσολάβησης;